- ιριδόσμιο
- Ορυκτό, κράμα οσμίου (17-48%) και ιριδίου (49%) με προσμείξεις ροδίου, λευκόχρυσου και ρουδινίου. Έχει χρώμα λευκό και σκληρότητα 7 στην κλίμακα MOS. Ανήκει στην ομάδα του λευκόχρυσου, κρυσταλλώνεται στο τριγωνικό σύστημα σχηματίζοντας ρομβόεδρα και έχει ειδικό βάρος 21,1-21,2 gr/cm3. Βρίσκεται σε προσχωματικά κοιτάσματα του χρυσού και του λευκόχρυσου στην Καλιφόρνια, στη Βραζιλία, στην Αυστραλία και στα Ουράλια.
* * *το(ορυκτ.) φυσικό κράμα τού ιριδίου και τού οσμίου, αλλ. οσμιρίδιο.
Dictionary of Greek. 2013.